ItalianoGreco


impazzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impatˈtsare]

1 τρελαίνομαι
2 σβολιάζω (για κρέμα)
3 παραφρονώ
4 χάνω τη σταθερότητα (για πυξίδα)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z