ItalianoGreco


impennàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impenˈnare]

1 δίνω ύψος σε αεροσκάφος
2 πιάνω την πένα για να αρχίσω γράψιμο
3 φτερουγίζω
4 σηκώνω αεροσκάφος προς τα επάνω
5 βάζω φτερά
6 καλύπτω με φτερά
7 δίνω φτερά

impennàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impenˈnarsi]

1 τινάζομαι από οργή
2 πετώ ψηλά (αεροσκάφος)
3 εξάπτομαι (για πρόσωπα)
4 ανυψώνομαι κατακόρυφα (για αεροσκάφος)
5 υψώνω βιαστικά αεροσκάφος
6 κινούμαι προς τα άνω με μέγιστη γωνία (για αεροσκάφος)
7 σηκώνομαι ψηλά (για αεροσκάφος)
8 σηκώνομαι στα πίσω πόδια (για άλογο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---