ItalianoGreco


impiastricciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impjastritˈʧare]

1 βρομίζω
2 ζωγραφίζω κακότεχνα
3 κηλιδώνω
4 γαριάζω
5 μουντζαλώνω
6 επαλείφω
7 αλείφω
8 λερώνω επαλείφοντας
9 πασαλείβω

impiastricciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impjastritˈʧarsi]

1 βρωμίζομαι
2 λερώνομαι
3 πασαλείβομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z