ItalianoGreco


impigrìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impiˈgrire]

κάνω κάποιον τεμπέλη

impigrirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impiˈgrirsi]

1 οκνεύω
2 κοπροσκυλιάζω
3 οκνώ
4 ραχατεύω
5 χουζουρεύω
6 φυγοπονώ
7 ρεμπελεύω
8 τεμπελιάζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z