ItalianoGreco


implìcito  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imˈpliʧito]

1 αναμφίβολος
2 ανεπιφύλακτος
3 δυνατός (εν δυνάμει)
4 εξυπακουόμενος
5 υπονοούμενος
6 πιθανός
7 συνεπαγόμενος
8 ενδεχόμενος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---