ItalianoGreco


impomatàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impomaˈtare]

1 βάζω αλοιφή
2 βάζω αλοιφή (στα μαλλιά)
3 επαλείφω με κερί
4 βάζω μπριγιαντίνη (στα μαλλιά)

impomatarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impomaˈtarsi]

1 βάζω μπριγιαντίνη (στα μαλλιά)
2 βάζω αλοιφή (στα μαλλιά)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z