ItalianoGreco


impossibilitàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impossibiliˈtare]

1 δρω προληπτικά
2 κάνω κάτι ακατόρθωτο
3 στερώ ισχύ ή ελπίδα επιτυχίας
4 δημιουργώ τεράστιες δυσκολίες (για κάποιον)
5 προλαβαίνω δυσάρεστη εξέλιξη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---