ItalianoGreco


impregnàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impreɲˈɲare]

1 μουσκεύω
2 εμποτίζω
3 κορεννύω
4 διαποτίζω
5 γκαστρώνω
6 διαβρέχω
7 γεμίζω
8 γονιμοποιώ
9 καθιστώ έγκυο

impregnarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impreɲˈɲarsi]

1 διαβρέχομαι
2 διαποτίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z