ItalianoGreco


improvvìso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [improvˈvizo]

κάτι απρόοπτο

improvvìso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [improvˈvizo]

απροσδόκητος (-η, -ο), ξαφνικός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


all'improvviso = ξαφνικά



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z