ItalianoGreco


impugnàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impuɲˈɲare]

1 αμφισβητώ
2 αντικρούω
3 προσβάλλω (δικαστική απόφαση κλπ)
4 διαμάχομαι
5 κρατώ σφιχτά
6 δράττομαι
7 δράχνω
8 σφίγγω
9 αναρπάζω
10 αρπάζω
11 αδράχνω

impugnàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impuɲˈɲare]

σφιγγω γερά στο χέρι μου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z