ItalianoGreco


inàbile  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [iˈnabile]

1 ανεπαρκής
2 ανάξιος
3 σακάτικος
4 απρόσφορος
5 άχρηστος
6 ανεπίδεκτος
7 αδύναμος
8 ακατάλληλος
9 αλυσιτελής
10 ανίκανος
11 ανίσχυρος
12 σκάρτος
13 ανήμπορος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---