ItalianoGreco


inadempiènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inademˈpjɛnte]

1 κατηγορούμενος ερημοδικών
2 διάδικος ερημοδικών

inadempiènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inademˈpjɛnte]

1 αθετών
2 ερημοδικών


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---