ItalianoGreco


inalteràbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inalteˈrabile]

1 που δεν μπαίνει (στο πλύσιμο)
2 ήμερος (για άνθρωπο)
3 αμετάβλητος
4 αναλλοίωτος
5 μη μεταβλητός
6 απαράλλακτος
7 ασμίκρυντος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z