ItalianoGreco


incattivìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkattiˈvire]

γίνομαι κακός

incattivìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkattiˈvire]

κάνω κάποιον κακό

incattivirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkattiˈvirsi]

1 χαλώ
2 χάνω το κέφι μου
3 παραφέρομαι
4 δυσθυμώ
5 γίνομαι άτακτος
6 διαφθείρομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z