ItalianoGreco


incensatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inʧensaˈtore]

1 γλείφτης
2 γλειψιματίας
3 κόλακας
4 γαλίφης
5 τσάτσος
6 τσανακογλείφτης
7 λιβανιστής
8 πινακογλείφτης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z