ItalianoGreco


incettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inʧetˈtare]

1 αγοράζω χωρίς όρια
2 εξαγοράζω ότι υπάρχει
3 αποκρύπτω εμπορεύματα για κερδοσκοπία ή μαύρη αγορά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z