incitaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inʧitaˈmento]
1 υποκίνηση
2 παρακίνηση
3 ελατήριο
4 κέντρισμα
5 ερέθισμα
6 προτροπή
7 παρότρυνση
8 κίνητρο
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inʧitaˈmento]
1 υποκίνηση
2 παρακίνηση
3 ελατήριο
4 κέντρισμα
5 ερέθισμα
6 προτροπή
7 παρότρυνση
8 κίνητρο
permalink
incitamento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android