ItalianoGreco


incólto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈkolto]

1 ακατάστατος
2 ατακτοποίητος
3 ατημέλητος
4 ασυγύριστος
5 απεριποίητος
6 ακαλλιέργητος
7 απαίδευτος
8 ανόργωτος
9 ανεκπαίδευτος
10 ανοικοκύρευτος
11 αγεώργητος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z