incòmodo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈkɔmodo]
1 ενόχληση
2 αδιαθεσία
3 μπελάς
incòmodo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inˈkɔmodo]
1 μη βολικός
2 ενοχλητικός
3 άβολος
4 κακόβολος
5 στενόχωρος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈkɔmodo]
1 ενόχληση
2 αδιαθεσία
3 μπελάς
incòmodo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inˈkɔmodo]
1 μη βολικός
2 ενοχλητικός
3 άβολος
4 κακόβολος
5 στενόχωρος
permalink
incomodo (ουσ αρσ )
incomodo (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android