ItalianoGreco


indagatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [indagaˈtore]

1 ανακριτής
2 ερευνών
3 διερευνητής
4 εξιχνιαστής
5 ερευνητής

indagatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indagaˈtore]

1 ερευνητικός
2 εξεταστικός
3 διερευνητικός
4 ανακριτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---