ItalianoGreco


indiavolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [indjavoˈlato]

1 αεικίνητος
2 παράφορος
3 μανιασμένος
4 θυελλώδης
5 λυσσώδης
6 σατανικός
7 δαιμονισμένος
8 δαιμονικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z