ItalianoGreco


indietreggiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [indjetredʤaˈmento]

1 πισωγύρισμα
2 πισωδρόμισμα
3 οπισθοχώρηση
4 αποχώρηση
5 πισωδρόμηση
6 υποχώρηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z