ItalianoGreco


indiscrezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [indiskretˈtsjone]

1 κακογλωσσιά
2 κουτσομπολιό
3 διαρροή (πληροφορίας κλπ)
4 αδιακρισία
5 ακριτομυθία
6 παρείσφρηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z