ItalianoGreco


indùlgere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inˈdulʤere]

1 ικανοποιώ
2 κάνω τα χατίρια
3 συμμορφώνομαι
4 εντρυφώ
5 δείχνω μεγάλη εύνοια σε κάποιον


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---