ItalianoGreco


ineguagliànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inegwaʎˈʎantsa]

1 ανισότητα
2 ανισοτιμία
3 ανομοιομορφία
4 ανομοιογένεια
5 ανομοιότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z