ItalianoGreco


infingàrdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [infinˈgardo]

1 κοπρόσκυλο
2 τεμπελόσκυλο
3 κοπρίτης
4 σπαρίλας
5 ραχατλής
6 αργόσχολος
7 κηφήνας
8 ρεμπεσκές
9 μαχμουρλής
10 τεμπελχανάς
11 τεμπέλης
12 αχαΐρευτος
13 ακαμάτης
14 τζερεμές
15 ρέμπελος

infingàrdo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [infinˈgardo]

1 αφιλόπονος
2 νωθρός
3 ράθυμος
4 ανεπρόκοπος
5 τεμπέλικος
6 οκνός
7 απρόκοπος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---