ItalianoGreco


infìsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈfisso]

1 τελάρο
2 εντοιχισμένο έπιπλο
3 κάσα πόρτας

infìsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈfisso]

1 προσηλωμένος
2 καρφωμένος
3 μπηγμένος
4 μπηχτός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---