ItalianoGreco


infrigidìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [infriʤiˈdire]

1 γίνομαι κατεψυγμένος
2 καταψύχομαι

infrigidìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infriʤiˈdire]

1 καταψύχω
2 ψύχω σε μεγάλο βαθμό
3 παγώνω

infrigidirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [infriʤiˈdirsi]

1 καταψύχομαι
2 γίνομαι κατεψυγμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---