ItalianoGreco


ingagliardìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ingaʎʎarˈdire]

1 εμφυσώ ζωή
2 αναζωογονώ
3 δυναμώνω
4 ισχυροποιώ

ingagliardirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ingaʎʎarˈdirsi]

1 αποκτώ θάρρος
2 μαζεύω το κουράγιο μου
3 δυναμώνω
4 εγκαρδιώνομαι
5 ενθαρρύνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---