ItalianoGreco


ingiallìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inʤalˈlire]

1 κιτρινίζω
2 πανιάζω

ingiallìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inʤalˈlire]

1 βάφω κίτρινο
2 κάνω κάτι κίτρινο

ingiallirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inʤalˈlirsi]

1 πανιάζω
2 κιτρινίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---