ItalianoGreco


ingrèsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈgrɛsso]

1 (porta) η είσοδος
2 (atrio) το χωλ


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ingresso [αρσ.] libero = η ελεύθερη είσοδος || vietato l'ingresso = απαγορεύεται η είσοδος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---