ItalianoGreco


inibitóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inibiˈtore]

1 αναστολέας
2 αναστέλλων
3 διάλυμα προστασίας (από σκουριά)

inibitóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inibiˈtore]

1 ανασταλτικός
2 κατασταλτικός
3 απαγορευτικός
4 δεσμευτικός
5 ανασχετικός
6 αποτρεπτικός
7 προληπτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---