ItalianoGreco


innèsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈnɛsto]

1 συμπλέκτης (αυτοκινήτου)
2 πρίζα
3 υποδοχή
4 συνδετήρας
5 εμβολιασμός
6 μπόλι
7 φις (ηλεκτρικό)
8 κεντρί (δέντρου)
9 μόσχευμα
10 εμβόλιο
11 βύσμα (ηλεκτρικό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---