innovàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [innoˈvare]
1 αναμορφώνω
2 αναδιαρθρώνω
3 μετασχηματίζω
4 μεταρρυθμίζω
5 ανακαινίζω
6 ανασυγκροτώ
7 αλλάζω
8 πρωτοπορώ
9 νεωτερίζω
10 καινοτομώ
11 δημιουργώ νέα προὶόντα
12 εισάγω νέες μεθόδους
13 πρωτοτυπώ
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [innoˈvare]
1 αναμορφώνω
2 αναδιαρθρώνω
3 μετασχηματίζω
4 μεταρρυθμίζω
5 ανακαινίζω
6 ανασυγκροτώ
7 αλλάζω
8 πρωτοπορώ
9 νεωτερίζω
10 καινοτομώ
11 δημιουργώ νέα προὶόντα
12 εισάγω νέες μεθόδους
13 πρωτοτυπώ
permalink
innovare (ρ. μτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android