inquièto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inˈkwjɛto]
1 ανήσυχος
2 ακαταλάγιαστος
3 ακαλμάριστος
4 ακατασίγαστος
5 ανυπόμονος
6 νευριασμένος
7 ανάστατος
8 αεικίνητος
9 ταραγμένος
10 αναστατωμένος
11 νευρικός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inˈkwjɛto]
1 ανήσυχος
2 ακαταλάγιαστος
3 ακαλμάριστος
4 ακατασίγαστος
5 ανυπόμονος
6 νευριασμένος
7 ανάστατος
8 αεικίνητος
9 ταραγμένος
10 αναστατωμένος
11 νευρικός
permalink
inquieto (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android