ItalianoGreco


insellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inselˈlare]

1 σαγίζω
2 σκεβρώνω
3 σαμαρώνω

insellàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inselˈlarsi]

1 σκεβρώνω
2 προκαλώ πτώση ή κατάρρευση
3 καβαλώ σαμαρωμένο άλογο
4 κυρτώνομαι
5 πετσικάρω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---