ItalianoGreco


intàglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈtaʎʎo]

1 εκτύπωση με μήτρα αναγλύφου
2 χαρακιά
3 εντομή
4 γλυφή
5 μήτρα αναγλύφου
6 σκάλισμα
7 εγκοπή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---