ItalianoGreco


integràle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inteˈgrale]

Ολοκλήρωμα

integràle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inteˈgrale]

1 ολόκληρος
2 (edizione) χωρίς περικοπές
3 (abbronzatura) ομοιόμορφος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pane [αρσ.] integrale = το ψωμί ολικής αλέσεως



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---