ItalianoGreco


intelaiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [intelajaˈtura]

1 πλαίσιο
2 στημόνιασμα
3 σκελετός
4 ατσάλινο πλαίσιο γέφυρας
5 πλαισίωση
6 δομή
7 πλαίσιο εργασίας
8 κατασκεύασμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---