ItalianoGreco


intendènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [intenˈdɛnte]

1 διοικητικός αξιωματούχος
2 επιτηρητής
3 επιβλέπων ή διευθύνων
4 φροντιστής
5 έφορος
6 σιτιστής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z