ItalianoGreco


intenzionàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intentsjoˈnale]

1 εκ προθέσεως
2 σκόπιμος
3 εκούσιος
4 προεσκεμμένος
5 ηθελημένος
6 εσκεμμένος
7 θελημένος
8 προμελετημένος
9 προσχεδιασμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z