interìno
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inteˈrino]
1 αναπληρωματικός
2 αντικαταστάτης γιατρού ή παπά ή αξιωματούχου
interìno
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inteˈrino]
1 μεταβατικός
2 διαβατικός
3 φροντίζων σπίτι σε απουσία
4 προσωρινός
5 παροδικός
6 πρόσκαιρος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inteˈrino]
1 αναπληρωματικός
2 αντικαταστάτης γιατρού ή παπά ή αξιωματούχου
interìno
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inteˈrino]
1 μεταβατικός
2 διαβατικός
3 φροντίζων σπίτι σε απουσία
4 προσωρινός
5 παροδικός
6 πρόσκαιρος
permalink
interino (ουσ αρσ )
interino (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android