ItalianoGreco


intermediàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [intermeˈdjarjo]

1 μεσολαβητής
2 διάμεσος
3 μεσίτης
4 ενδιάμεσος
5 μεσάζων

intermediàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intermeˈdjarjo]

1 μεσοβέζικος
2 διάμεσος
3 μεσολαβητικός
4 ενδιάμεσος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z