ItalianoGreco


intontiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [intontiˈmento]

1 αποσβόλωμα
2 παραζάλη
3 ζάλισμα
4 αποστόμωση
5 έκπληξη
6 μαρμάρωμα
7 κατάπληξη
8 αποσβόλωση
9 ζαβλάκωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---