ItalianoGreco


intrecciatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [intretʧaˈtura]

1 πλεξίδα
2 πλέξιμο σε κοτσίδα
3 πλόκαμος μαλλιών
4 πλέξιμο
5 πλέξη
6 πλεξούδα
7 πλοχμός
8 πλέξιμο με πλεξούδες
9 κοτσίδα
10 ύφανση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---