ItalianoGreco


intrùglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈtruʎʎo]

1 ανακάτωμα
2 θαλάσσωμα
3 πλεκτάνη
4 σύμφυρμα
5 κυκεώνας
6 γόρδιος δεσμός
7 ανακατωσούρα
8 σκευωρία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z