ItalianoGreco


inverosìmile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inveroˈsimile]

Απιθανότητα

inverosìmile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inveroˈsimile]

1 τρομερός
2 απίστευτος
3 καταπληκτικός
4 αδιανόητος
5 αφάνταστος
6 ανήκουστος
7 πρωτάκουστος
8 απίθανος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z