ItalianoGreco


invetriatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [invetriaˈtura]

1 τοποθέτηση τζαμιών
2 υαλοκατασκευή
3 λείο λεπτό στρώμα πάγου
4 στίλβωμα
5 στιλπνή επίστρωση
6 γυαλάδα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z