invìo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈvio]
1 παραγγελία
2 αποστολή με ένα φορτίο
3 έμβασμα
4 παράδοση-διανομή (επιστολών κλπ)
5 φόρτωμα (αγαθών)
6 διαβίβαση
7 αποστολή
8 αποστολή εμπορευμάτων
9 διεκπεραίωση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈvio]
1 παραγγελία
2 αποστολή με ένα φορτίο
3 έμβασμα
4 παράδοση-διανομή (επιστολών κλπ)
5 φόρτωμα (αγαθών)
6 διαβίβαση
7 αποστολή
8 αποστολή εμπορευμάτων
9 διεκπεραίωση
permalink
invio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android