ItalianoGreco


invocatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [invokaˈtore]

ο επικαλούμενος

invocatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [invokaˈtore]

1 επικλητικός
2 επικαλούμενος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---